ὀψοποιῷ

ὀψοποιῷ
ὀψοποιός
one who cooks food
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οψοποιώ — ὀψοποιῶ, έω (Α) [οψοποιός] 1. παρασκευάζω, μαγειρεύω κρέας και ιδίως ψάρι 2. μτφ. ετοιμάζω έντεχνο λόγο 3. μέσ. ὀψοποιοῡμαι, έομαι τρώω φαγητό με ψωμί …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • οψοποίημα — ὀψοποίημα, τὸ (ΑΜ) [οψοποιώ] 1. έντεχνα μαγειρεμένο φαγητό 2. (γενικά) τροφή …   Dictionary of Greek

  • οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”